- αναξιόχρεος
- -η, -οο αναξιόπιστος στις συναλλαγές του, ο κακοπληρωτής: Στην αγορά τον θεωρούσαν αναξιόχρεο και δεν του είχαν καμιά εμπιστοσύνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.